παχύνονται

παχύνονται
παχύ̱νονται , παχύνω
fatten
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πωρώδης — ῶδες, Α [πῶρος] 1. ο όμοιος με πώρο 2. φρ. «πωρώδης λίθος» ιατρ. πέτρα στους νεφρούς («παχύνονται δέ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῡτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πωρώδεις λίθοι συνίστανται», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • σκληρόκυτο — το, Ν βοτ. κύτταρο τού σκληρεγχύματος, τού οποίου τα τοιχώματα παχύνονται και αποξυλώνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerocyte < σκληρός + κύτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”